Ο όρος δυσπεψία αναφέρεται σε συμπτώματα που προέρχονται από τον ανώτερο γαστρεντερικό σωλήνα και χρησιμοποιείται για να περιγράψει πόνο άνω κοιλίας ή δυσφορία που συχνά επιδεινώνεται με τη λήψη τροφής, πρόωρο κορεσμό, μεταγευματικά φουσκώματα ή διάταση κοιλίας και ναυτία.

Οργανικές διαταραχές που προκαλούν δυσπεψία είναι το δωδεκαδακτυλικό έλκος, η γαστρίτιδα, η νόσος της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης, οι παρενέργειες φαρμάκων και ο γαστρικός καρκίνος.

Στους περισσότερους ασθενείς, η αιτία δεν είναι εμφανής και η δυσπεψία είναι ιδιοπαθής, δηλαδή Λειτουργική Δυσπεψία.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΔΥΣΠΕΨΙΑΣ

Στα κριτήρια για τη διάγνωση της Λειτουργικής Δυσπεψίας συμπεριλαμβάνονται:

  • Επίμονος ή επαναλαμβανόμενος πόνος ή δυσφορία που επικεντρώνεται στην άνω κοιλία.
  • Συμπτώματα που διαρκούν τουλάχιστον για 12 από τις τελευταίες 52 εβδομάδες.
  • Μη ένδειξη για οργανική πάθηση που είναι πιθανό να εξηγεί τα συμπτώματα.
  • Μη ένδειξη ότι η δυσπεψία σχετίζεται με την εμφάνιση αλλαγής της συχνότητας των κοπράνων.

Η λειτουργική Δυσπεψία υποταξινομείται σε:

  • Λειτουργική Δυσπεψία τύπου έλκους.
  • Λειτουργική Δυσπεψία τύπου δυσκινησίας.
  • Μη ειδική Δυσπεψία.

Στη δυσπεψία τύπου έλκους, ο πόνος εντοπίζεται στην άνω κοιλία και είναι το επικρατέστερο σύμπτωμα. Η δυσπεψία τύπου δυσκινησίας  χαρακτηρίζεται από συμπτώματα πληρότητας, πρόωρου κορεσμού, κοιλιακής διάτασης και ναυτίας. Ο όρος Μη Ειδική Δυσπεψία χρησιμοποιείται στην περίπτωση που δεν υπάρχουν κυρίαρχα συμπτώματα.

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΔΥΣΠΕΨΙΑΣ

  • Παράγοντες καταστολής οξέος.
  • Προκινητικοί παράγοντες.
  • Εκρίζωση του Ελικοβακτηριδίου του Πυλωρού, όταν αυτό ανιχνεύεται.

Για περισσότερες πληροφορίες απευθύνεστε στην ιατρό.