Το σύνδρομο ευερεθίστου εντέρου χαρακτηρίζεται απο αλλαγές στις συνήθειες του εντέρου και δυσφορία στο υπογάστριο επί απουσίας οργανικής πάθησης, ενώ καθαροί διαγνωστικοί δείκτες δεν υπάρχουν για το σύνδρομο αυτό. Τα κριτήρια, κατά Rome II, για τη διάγνωση του συνδρόμου συμπεριλαμβάνουν τουλάχιστον τρεις μήνες συνεχούς ή επαναλαμβανόμενου άλγους υπογαστρίου ή δυσφορίας που έχει δύο από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: ανακούφιση με την αφόδευση, συσχέτιση με αλλαγή στη συχνότητα και αλλαγή στη μορφή των κοπράνων.
Το σύνδρομο ευερεθίστου εντέρου είναι μια διαταραχή που παρουσιάζεται σε νέους ανθρώπους με τις περισσότερες περιπτώσεις να εμφανίζονται πριν την ηλικία των 45 ετών. Ωστόσο, ασθενείς άνω των 65 ετών που διαγιγνώσκονται για εκκολπωματίτιδα πάσχουν στην πραγματικότητα από το σύνδρομο αυτό, ενώ λειτουργικές διαταραχές είναι εμφανείς και σε παιδιά.
Η διαγνωστική προσέγγιση των ασθενών με υποτιθέμενο σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου στηρίζεται στα χαρακτηριστικά συμπτώματα καθώς, επίσης, και στην ανίχνευση συμπτωμάτων συναγερμού (alarm findings) όπως : απώλεια βάρους, αιμορραγία, πυρετός και ψηλαφητή μάζα, τα οποία είναι πιο δηλωτικά οργανικής πάθησης.
Τα συμπτώματα που ορίζουν το σύνδρομο ευερεθίστου εντέρου είναι, επίσης, κυρίαρχα συμπτώματα πολλών άλλων καταστάσεων συμπεριλαμβανομένου των κακοηθειών, φλεγμονωδών παθήσεων, λοιμωδών και ισχαιμικών παθήσεων του γαστρεντερικού σωλήνα, ενώ για τη θεραπεία του συνδρόμου χορηγούνται τα κατάλληλα φάρμακα.
Για περισσότερες πληροφορίες απευθύνεστε στην ιατρό.